- ἠδίκουν
- ἀδικέωto beimperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)ἀδικέωto beimperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λωποδυτώ — (Α λωποδυτῶ, έω) [λωποδύτης] διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα αρχ. 1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω 2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ… … Dictionary of Greek